λεπτοκαμωμένος

λεπτοκαμωμένος
-η, -ο
1. λεπτός, ισχνός, αδύνατος, λεπτεπίλεπτος
2. αυτός που έχει ασθενική κράση, φιλάσθενος
3. φτειαγμένος με λεπτότητα, λεπτοδουλεμένος
4. εξεζητημένος στους τρόπους και στην εμφάνιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτοκαμωμένος — η, ο 1. αυτός που έχει λεπτό σώμα, αδύνατος: Είναι λεπτοκαμωμένος και κομψός. 2. φιλάσθενος: Είναι λεπτοκαμωμένη και αρρωσταίνει εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • αεροφυσημένος — και αγεροφυσημένος, η, ο αυτός που καταβάλλεται από τον πνοή τού ανέμου, λεπτός, λεπτοκαμωμένος, αδύναμος …   Dictionary of Greek

  • κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • κοντυλογραφώ — 1. γράφω με κοντύλι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κοντυλογραμμένος, η, ο αυτός που έχει ωραίες γραμμές, καλλίγραμμος, χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + γραφώ (< γράφος < γράφω), πρβλ. αρθρο γραφώ, εικονο γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • λειανοκάμωτος — η, ο και λιανοκαμωμένος, η, ο λεπτοκαμωμένος, ισχνός, λιγνός …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • λεπτοϋφής — ές (Α λεπτοϋφής, ές) 1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος 2. μτφ. λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + υφής (< ὕφος), πρβλ. ευ υφής, παρ υφής] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόγραμμος — η, ο (Α λεπτόγραμμος, ον) γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος 2.… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόδομος — λεπτόδομος, ον (Α) κατασκευασμένος με λεπτότητα, λεπτοκαμωμένος, λεπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + δόμος (< δέμω), πρβλ. πηλό δομος, πρό δομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”